Περιγραφή
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ακροβατώντας σε ένα παιδικό Όνειρο.
Πάνω σε γκριζογάλανα σύννεφα χρωματισμένα με ηλιοπινελιές, που τρεμοπαίζουν ανάμεσα σε χειμώνα και άνοιξη, μια τρελή πεταλούδα γεμάτη χρώματα, που αχνοπετάει στα άνθη μιας ροδακινιάς ξελογιασμένη από τ’ αρώματα, ήρθε και φώλιασε μέσα στα μαλλιά μου και ρίγησα από ζωή.
Ένα σπουργίτι στα γυμνά κλαδιά μιας λεύκας, που χειμάζεται ολόγυμνη, τσιμπολογάει τις σκιές του ήλιου και της χειμωνιάς.
Με πίκρανε που δεν μπορούσα ν’ ανεβώ στην ράχη του για να πετάξουμε ως τον ουρανό.
Μα σαν διαβάτης μοναχός κι ανυπεράσπιστος παλεύω αντίθετα σ’ έναν βοριά ατίθασο και δυνατό σαν την ζωή που αγριεύει τον χειμώνα και γίνεται απειλή από χιλιάδες κεραυνούς, από χιλιάδες θύελλες.
Όμως η φύση -αν κι αγριεμένη- κρυφογελάει και προκαλεί με νόημα μοσχοβολώντας αμυγδαλιά και άνοιξη.
Αγαπώ την φύση όλες τις εποχές, περισσότερο όμως τα καλοκαίρια τα ολοφώτεινα, τα ελληνικά, με την μυρωδιά του γιασεμιού και της αλμύρας, που μοιάζουν με ζεστή αγκαλιά θαλερή και προστατευτική.
Θέλω με την παιδική μου συντροφιά να σκαρφαλώσουμε, όπως παλιά, στης κοτσυφιάς το πιο ψηλό κλαδί και με αντήλιο την παλάμη να διαβάζουμε τους ορίζοντες.
Μετά ξαπλώνοντας ανέμελα στον κάμπο με τις ανεμώνες, να βλέπουμε κατάματα τον ουρανό και τραγουδώντας, ν’ αφήνουμε τις παπαρούνες να ερυθριούν για μάς.
Τα μεσημέρια να τρέχουμε ατίθασα σε μονοπάτια ποτισμένα με ιδρώτα εργατών και να ποδοπατούμε τα αγριόχορτα μαζεύοντας αγριολούλουδα.
Εδώ το άγριο είναι λευτεριά δεν είναι τρόμος.
Στις παιδικές μας άνοιξες λείπει ο φόβος, γιατί νικάει τ’ όνειρο κι η ελπίδα.
Σ’ αυτή την συνοικία της χαράς μετράς τ’ αστέρια όλη νύχτα και όταν χάνεις τον λογαριασμό, κοιμάσαι.
Τα πρωινά της παιδικής άνοιξης δεν νοιάζεσαι από πού έρχεται η μοσχοβολιά, αφού και το μυαλό και η ψυχή ευωδιάζουν.
Τρέμουλο και ανατριχίλα κάθε αυγή σαν ξύπναγε η μαγεύτρα φύση και αγκάλιαζε πουλιά, άνθη και παιδιά, πολύτιμο άθροισμα χαράς και τώρα θύμησης.
Και μετά να στήνουμε ξώβεργες στα όνειρα να τα παγιδεύσουμε να μην μας φύγουν. Χαιρόμαστε μόνον στην ιδέα ότι ονειρευτήκαμε και ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε το καθαρό παιδικό πρόσωπο και το έκανε να μοιάζει με ουράνιο τόξο. Τόση ομορφιά!
Και εκεί που ξαπλώναμε στο παχύ χαλί της φύσης κυττάζοντας άφοβα τον ήλιο, ακούγαμε απέναντι το τραγούδι από κάποιο ραδιόφωνο και αρχίζαμε να σιγομουρμουρίζουμε αρχικά και να τραγουδάμε μετά δυνατά, πολύ δυνατά να σειστεί όλη η φύση, να ξυπνήσει, να τραγουδήσει μαζί μας την παράφωνη παιδική, ευτυχισμένη μελωδία μας. Τότε όλη η περιοχή, αντιλαλούσε τα τραγούδια μας που δεν ενοχλούσαν κανέναν εκτός από τα τζιτζίκια που μας ανταγωνίζονταν.
Μεγαλώνοντας, ξεστρατίσαμε από το μονοπάτι της παιδικής αθωότητας αναγκαστικά και ξιφουλκούμε κάθε μέρα με το κακό και το άδικο λες και δεν είμαστε εμείς που χτίζαμε παλάτια στην άμμο και τα γκρεμίζαμε για να διασκεδάσουμε την ανία της παιδικής καθημερινότητας. Τώρα ονειρευόμαστε πραγματικά παλάτια -κι ας μην τα αποκτήσουμε ποτέ- και βασανίζουμε νου και ψυχή με την άγρα του ανέφικτου, σαν να μην υπάρχει το εφικτό να επιδιώξουμε.
Τώρα πιέζουμε την ύπαρξή μας σε συμπληγάδες και αδιέξοδα για να κορέσουμε την ακόρεστη απληστία μας. Κι αν δούμε ξαφνικά στο κοντινό πάρκο τα παιδιά να παίζουν και να φωνάζουν ανέμελα, καρφώνουμε το βλέμμα στο κενό και αναπολούμε τα όμορφα που αφήσαμε να φύγουν, γιατί βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε.
Επειδή η ζωή λειτουργεί με δικούς της ρυθμούς, εμείς προσπαθούμε να την φθάσουμε ασθμαίνοντας. Γιατί μας διακατέχει μια υπαρξιακή τραγικότητα.
Η βιασύνη να ωριμάσουμε και όταν συμβεί αυτό, μας θλίβει το γεγονός.. και γυρίζουμε στα λιβάδια της αθωότητας χωρίς την ικανότητα της πρωτινής ζωντάνιας. Απροσάρμοστοι ναυαγοί σε ξερονήσι, που όμως πρέπει να επιβιώσουμε.
Και τότε γίνεται το θαύμα.
Συνειδητοποιούμε πως είμαστε ποιητές!
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.